- καρντάσης
- καρντάσης, ο και καρντάσι, το θηλ. -ίνα(λ. τουρκ.)1. αδερφός.2. σύντροφος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρντάσης — ο αδελφός, σύντροφος, αδελφικός φίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kardaş] … Dictionary of Greek